- οινοχοΐα
- οἰνοχοΐα, ἡ (Α)βλ. οἰνοχοεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰνοχοίας — οἰνοχοίᾱς , οἰνοχοία fem acc pl οἰνοχοίᾱς , οἰνοχοία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοχοίαν — οἰνοχοίᾱν , οἰνοχοία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οινοχοεία — οἰνοχοεία και οἰνοχοΐα, ἡ (Α) κέρασμα κρασιού, το να χύνει κάποιος κρασί στα κύπελλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οἰνοχοεία < οἰνοχεύω ενώ ο τ. οἰνοχοΐα < οἰνοχόος] … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ԳԻՆԵՊԱՇՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0553 Chronological Sequence: 8c գ. οἱνοχοΐα munus pincernae Մատռուակութիւն. մատակարարութիւն գինւոյ. *Ընտրութեան անօթ կազմեցաւ, առ ʼի գինեպաշտութիւն բանին տաշտ լեալ. Նիւս. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)